«Αὐτὰ ποὺ νοιώθω νὰ ἀναδύονται ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς μου μὲ τρομάζουν…»


subconscious…Πέρασα μέσα, ἀφήνοντας ἕνα κουτὶ μὲ γλυκὰ καὶ κάθησα πανευτυχὴς ἀπέναντι ἀπὸ τὸν Γέροντα, ποὺ τὴ στιγμὴ ἐκείνη βρισκόταν μόνος στὸ διαμέρισμα. Ἦταν μιὰ πολὺ θερμὴ καλοκαιρινὴ ἡμέρα καὶ ἐπάνω στὸ τραπέζι εἶχε τοποθετηθεῖ ἕνας ἀνεμιστήρας περιστρεφόμενος, ποὺ ὅταν γύριζε πρὸς τὸν Γέροντα τὸν ἐνοχλοῦσε, καθὼς ἦταν ἱδρωμένος. «Σταθεροποίησέ τον σὲ παρακαλῶ, γιατί θὰ μὲ κρυώσει καὶ δὲν πρέπει», μοῦ εἶπε. Ἐγὼ βάλθηκα νὰ ψάχνω τὸ σχετικὸ κουμπί, χωρὶς νὰ τὰ καταφέρνω. Μὲ πλησίασε ὁ Γέροντας καὶ μοῦ λέει μὲ χαριτωμένη ἁπλότητα: «Ἄσε με ἐμένα νὰ τὸ σταθεροποιήσω, ποὺ ξέρω τὰ σκέρτσα του». Μόλις τὸ σταθεροποίησε, πῆγε καὶ κάθησε στὸ κρεββάτι του καὶ συνέχισε τὴν ἀπασχόλησή του: Νὰ κόβει μὲ τὸ ψαλίδι, ἀπὸ κάποια ἡμερολόγια, βυζαντινὲς εἰκόνες. «Μ᾿ ἀρέσει πολύ, μοῦ εἶπε, νὰ κόβω εἰκόνες ἀπὸ χαρτὶ καὶ νὰ τὶς κολλάω στὸ σανίδι. Γίνονται σὰν ἀληθινές, εἶναι πολὺ ὡραῖες.» Καὶ πρόσθεσε: «Τί θέλεις νὰ μοῦ πεῖς;»

Ἄρχισα νὰ τοῦ μιλῶ γιὰ διάφορα προσωπικά μου προβλήματα, ποὺ εἶχα σημειωμένα στὸ χαρτί, περιμένοντας ἀπαντήσεις του. Πρὸς τὸ τέλος, σὲ μιὰ προσπάθεια αὐθυπερβάσεώς μου, τὸν διεβεβαίωσα, μονολογώντας, ὅτι στὸ βάθος τῆς ψυχῆς μου αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμῶ συνειδητὰ εἶναι νὰ παραμερίσω ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγωκεντρικὰ προβλήματά μου, γιὰ νὰ ζήσω μιὰ ἀνώτερη ζωὴ αὐτοπροσφορᾶς στὸ Χριστὸ καὶ τοὺς συνανθρώπους. Καὶ ἐξεθείαζα τὰ πλεονεκτήματα τῆς ζωῆς τοῦ θείου ἔρωτος.

Ὁ Γέροντας σ᾿ ὅλο τὸ διάστημα τῆς ρητορικῆς μου ἁγιότητος, σιωποῦσε σκυφτὸς καὶ φαινόταν τόσο ἀπορροφημένος ἀπὸ τὸ ψαλίδισμα τῶν εἰκόνων του, ποὺ θύμιζε παιδάκι, ποὺ ἀφοσιώνεται στὰ παιχνιδάκια του, ἀδιαφορώντας γιὰ τὸ τί λένε δίπλα του οἱ μεγάλοι. Εἶχα τὴν αἴσθηση, ὅτι μόνος μου ἀνέπτυξα τὸν προβληματισμό μου καὶ μόνος ἀνεκάλυψα τὴν διέξοδο. Καὶ ὁμολογῶ, πὼς αὐτὸ δὲν μὲ ἐνθουσίαζε. Καί, σὰν νὰ μὴ ἔφθανε αὐτό, βλέπω κάποια στιγμὴ τὸν Γέροντα νὰ σταματᾶ τὸ ἐργόχειρό του, νὰ μὲ κοιτᾶ χαμογελαστὰ καὶ νὰ μοῦ λέει: «Καλά, ἄντε τώρα πήγαινε στὸ καλό». Σηκώθηκα, τοῦ φίλησα τὸ χέρι, μᾶλλον ἀπογοητευμένος γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα τῆς ὅλης ἐκστρατείας μου καὶ κάπως πικραμένος, γιατὶ ὁ Γέροντας δὲν ἐτίμησε, μὲ τὴν ἀνάλογη προσοχή του, τὴν ἐκ βαθέων αὐτοανάλυσή μου. Ὅμως δὲν τοῦ εἶπα τίποτε καὶ κατευθύνθηκα πρὸς τὴν πόρτα, ἐνῶ ὁ Γέροντας μὲ προέπεμπε.

Δὲν πρόλαβα νὰ πάρω τὸ ἀσανσὲρ καὶ φάνηκε νὰ ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴ σκάλα ἡ φιλοξενοῦσα οἰκοδέσποινα. Μόλις μὲ εἶδε, μὲ ρώτησε, ἂν πῆρα καφέ. Τὴν εὐχαρίστησα καὶ τῆς εἶπα πὼς δὲν χρειάζεται καὶ ἄνοιξα τὴν πόρτα τοῦ ἀσανσέρ. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἄκουσα πίσω μου τὴ φωνὴ τοῦ Γέροντα, ποὺ μοῦ ἔλεγε: «Ἔ, τώρα ἔλα πίσω νὰ πάρεις τὸν καφέ». Ἐγώ, ποὺ δὲν χρειαζόμουν καὶ πολλὲς παρακλήσεις γιὰ νὰ βρεθῶ κοντὰ στὸν Γέροντα, ἅρπαξα τὴν πρόφαση τοῦ καφὲ καὶ ἐπέστρεψα.

Σὲ λίγο, καθισμένος στὴν καρέκλα, ἔχοντας πλάι μου τὸν καφέ, ἄκουγα τὸν Γέροντα, ποὺ τώρα εἶχε ἀφήσει τὸ ψαλίδι, νὰ μοῦ λέει: «Ἔ, τόσην ὥρα ποὺ καθόσουν ἐδῶ καὶ μοῦ μιλοῦσες καὶ μοῦ ’λεγες ἐκεῖνα τὰ πολὺ ἅγια ποὺ ἐπιθυμοῦσες (καὶ μοῦ τὰ ἀνέφερε ὅλα περιληπτικά), ἐγὼ ξέρεις τί ἔβλεπα κάτω ἀπὸ αὐτά;» «Τί βλέπατε, Γέροντα;» ρώτησα, γεμάτος περιέργεια. Κι᾿ ὁ Γέροντας κοφτά: «Τὰ ἀντίθετα. Εἶδα καὶ μερικὰ ἀλλὰ πράγματα, ἀλλὰ δὲν θὰ σοῦ τὰ πῶ.»

Ἐγὼ κοκάλωσα στὴ θέση μου καὶ τὸν κοίταζα μὲ ἀμηχανία, σὰν θεατρίνος ποὺ ὑποδυόταν τὸν ρόλο τοῦ βασιλιᾶ καὶ τοῦ ἀφήρεσαν ξαφνικὰ τὴν πορφύρα. «Νὰ μὲ συμπαθᾶς», συνέχισε «ποὺ σοῦ τὸ εἶπα ἔτσι ἀπότομα, ἀλλὰ γιὰ σκέψου πιὸ βαθιά, γιὰ σκύψε πιὸ πολὺ στὴν ψυχή σου, δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα ἀληθινό;».

Προσευχήθηκα σιωπηλά, προσπάθησα νὰ γίνω πιὸ εἰλικρινὴς μὲ τὸν ἑαυτό μου, μὲ τὸν Γέροντα καὶ μὲ τὸν Θεό, ἀναρωτήθηκα ποιὸς πράγματι εἶμαι καὶ ὄχι ποιὸς θὰ ἤθελα νὰ εἶμαι καὶ ὁμολόγησα: «Γέροντα, ἔχετε δίκιο. Αὐτὰ ποὺ σᾶς ἔλεγα ὅτι ἐπιθυμῶ, βρίσκονται στὴ λαμπερὴ ἐπιφάνεια τῆς ψυχῆς μου, αὐτὰ ὅμως ποὺ νοιώθω νὰ ἀναδύονται ἀπὸ τὰ βάθη της, εἶναι σκοτεινά, ἁμαρτωλὰ καὶ μὲ τρομάζουν.» Ὁ Γέροντας πρόσθεσε: «Τὰ εἶδα ὅλα αὐτὰ καθαρά, καθὼς ἔκοβα τὶς εἰκόνες, ἀλλὰ προτίμησα νὰ μὴ σοῦ τὰ πῶ, γιὰ νὰ μὴ σὲ στενοχωρήσω. «Ὅταν ὅμως ἔφευγες καὶ σὲ συνάντησε ἡ οἰκοδέσποινα καὶ γύρισες πίσω γιὰ καφέ, σκέφθηκα πὼς αὐτὸ τὸ ἔκανε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σοῦ τὰ πῶ. Καὶ σοῦ τὰ εἶπα. Μὲ εἶδε συνοφρυωμένο καὶ κατέληξε: «Μὴ στενοχωριέσαι, θέλει ὅμως πολλὴ δουλειά».

Μετὰ τὴν πρώτη μου συνάντηση μὲ τὸν Γέροντα, ἔλεγα στοὺς φίλους μου: Ἀκουα, ἐπὶ τριάντα χρόνια, νὰ μοῦ μιλοῦν γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ νόμιζα ὅτι ἔμαθα κάτι. «Ὅμως μὲ τὴν γνωριμία τοῦ Γέροντος αἰσθάνομαι σὰν ἀπόφοιτος νηπιαγωγείου. «Ἔπειτα ἀπὸ τὶς νέες συναντήσεις μου μαζί του, τοὺς ἔλεγα: Τώρα αἰσθάνομαι· σὰν νήπιο, ποὺ ὑπέβαλε αἴτηση ἐγγραφῆς του στὸ νηπιαγωγεῖο τῆς ἀληθινῆς χριστιανικῆς ζωῆς.

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Κοντὰ στὸν Γέροντα Πορφύριο

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ: ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΠΟΡΦΥΡΙΟ

----------------------------

Πληροφορίες γιὰ τοὺς τίτλους τῶν Ἐκδόσεων τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου μπορεῖτε νὰ βρεῖτε ἐδῶ