Ὁ Γέροντας, μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ τὰ χαρίσματά του, ἦταν ἕνας ἰσχυρὸς μαγνήτης, γιὰ τοὺς περισσοτέρους. Ὄχι γιὰ ὅλους. Γιατί ὑπῆρξαν καὶ ὁρισμένοι, ποὺ τὸν ἀγνόησαν θεληματικά, ἂν καὶ εἶχαν ἀκούσει γι᾿ αὐτόν. Διψοῦσαν, περνοῦσαν δίπλα ἀπὸ τὴν κρυστάλλινη πηγή, δὲν ἔσκυβαν νὰ πιοῦν κι᾿ ἔφευγαν διψασμένοι. Γιατί; Δὲν εἶχαν πνευματικὴ ὅραση, γιὰ νὰ δοῦν τὴν ὀμορφιὰ τῆς πηγῆς; Δὲν εἶχαν πνευματικὴ ἀκοή, γιὰ νὰ ἀκούσουν τὸ κελάρυσμά της; Ὁ Θεὸς γνωρίζει. Δὲν θὰ μποροῦσε ὅμως νὰ ἰσχυρισθεῖ κανείς, ὅτι τώρα πιὰ εἶναι ἀργά, γιὰ ὅλους αὐτούς. Γιατὶ ἡ πηγή, ἂν κι᾿ ἔχει μετατεθεῖ, ὅμως δὲν ἔχει στερέψει. Ἀναβλύζει τώρα στοὺς οὐρανούς, πιὸ καθαρὴ καὶ προσφέρεται σ’ ὅλους, πιὸ πλούσια, μὲ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ.
Πάντως ἡ Ἀττικὴ καὶ εἰδικότερα ἡ πρωτεύουσα, δὲν μπορεῖ νὰ ἔχει παράπονο. «Ἂν καὶ βρίσκεται στὸ ἐπίκεντρο μιᾶς ἐκτεταμένης καὶ βαθύτατης κρίσης ὅλων τῶν ἠθικῶν ἀξιῶν, ποὺ σταδιακὰ ἐπιδεινώνεται, μὲ τὴν ἔξαρση τῆς ἀκολασίας, τῆς βίας, τῆς πλεονεξίας, τῆς ἐγωπαθείας καὶ κάθε ἁμαρτίας, εἶχε τὴν εὐλογία νὰ κρατήσει στοὺς κόλπους της ἕναν μεγάλο, ἀθόρυβο καὶ ἀκούραστο ἅγιο, ποὺ ἐπὶ 50 περίπου χρόνια, ἄρδευσε, μὲ τὸ δροσερὸ νερὸ τῶν χαρισμάτων του, χιλιάδες ψυχές. Καὶ ἐπαλήθευσε καὶ ἐδῶ, ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «οὗ δὲ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ χάρις».
Ὁ Ντοστογιέφοκυ κάπου γράφει: Ἐὰν κάποιος μοῦ ἀπεδείκνυε ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀλήθεια μακριὰ ἀπὸ τὸν Χριστό, θὰ προτιμοῦσα νὰ μείνω μὲ τὸν Χριστό, παρὰ μὲ τὴν ἀλήθεια». Θὰ μποροῦσα νὰ ἐπαναλάβω τὴν φράση αὐτή, ὄχι μόνο γιὰ τὸν Χριστό, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸν Γέροντα.
Ὑπῆρξαν ἄνθρωποι, ποὺ τὸν ἀμφισβήτησαν καὶ τὸν ἀπέρριψαν καὶ προσπάθησαν νὰ μὲ πείσουν πὼς εἶχαν δίκαιο. Βέβαια εὕρισκα τὰ ἐπιχειρήματά τους λογικῶς αὐθαίρετα, γιὰ τὸν ἁπλούστατο λόγο ὅτι μοῦ μιλοῦσαν γιὰ ἕναν ἄνθρωπο, ποὺ ἀγνοοῦσαν. Ἀλλὰ κι’ ἂν τὸν γνώριζαν κι᾿ ἂν ἀκόμη μοῦ ἀπεδείκνυαν, μὲ τὴν δική τους σκέψη, ὅτι ὁ Γέροντας βρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν ἀλήθεια, πάλι θὰ ἔμενα κοντά, διότι ἡ δική τους ἀπόδειξη θὰ ἦταν ἀνθρωποκεντρική, μὲ ὅλες τὶς ἀδυναμίες τῆς ἀνθρώπινης ὑποκειμενικῆς λογικῆς, ἐνῶ ἡ ἀπόδειξη τῆς ὑπεροχῆς τοῦ Γέροντα, ἔναντι τῆς «ἀληθείας» τους, θὰ στηριζόταν στὴν ὑπερλογικὴ μαρτυρία τῆς προσωπικῆς μου ἐμπειρίας, γιὰ τὴν ἐν χάριτι Χριστοῦ, ἁγιότητά του, ποὺ πείθει καὶ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιὰ καὶ τὴν θέλησή μου καὶ κάτι πιὸ βαθὺ μέσα μου, ποὺ μὲ ἐκφράζει καὶ μὲ ξεπερνᾶ. Ὅμοια καὶ πολλοὶ ἄλλοι, θὰ μποροῦσαν νὰ ἀπαντήσουν σ᾿ ἐκείνους ποὺ ἀμφισβητοῦν τὸν Γέροντα: «ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Κοντὰ στὸν Γέροντα Πορφύριο”
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ: ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΠΟΡΦΥΡΙΟ