Ὁ Γέροντας ἦταν ἕνα ἐρημικὸ ἀηδονάκι, ποὺ δοξολογοῦσε μὲ τὴ ζωή του τὸ Θεὸ γιὰ τὸν κόσμο ποὺ ἔπλασε, καὶ τὸν εὐχαριστοῦσε γιὰ τὴν ἀγάπη ποὺ μᾶς χάρισε. Μοῦ θύμιζε αὐτὸ ποὺ εἶχα διαβάσει στὸ ἀναλόγιο στὸ μικρὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Νικολάου, ὅταν τὸν ἐπισκέφθηκα στὰ Καλλίσια, τὴν πρώτη φορά: «Τοῖς ἐρημικοῖς ζωὴ μακαρία ἐστι, θεϊκῷ ἔρωτι πτερουμένοις».
Ἀργότερα, σὲ μιὰ ἄλλη ἐπίσκεψή μου, στὸ σπίτι ποὺ τὸν φιλοξενοῦσαν ἄρρωστο, τὸν βρῆκα καθισμένο στὸ κρεβάτι, ἔχοντας δίπλα του ἕνα φίλο, πνευματικοπαίδι του, ποὺ τοῦ μιλοῦσε, τὴν ὥρα ἐκείνη, γιὰ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου.Τότε ὁ Γέροντας μᾶς εἶπε: «Δέν. εἶναι ὁ μόνος δρόμος σωτηρίας αὐτός. Ἄλλος θέλει νὰ πλησιάσει τὸ Θεό, ὄχι μὲ τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, ἀλλὰ μὲ τὴ μνήμη τῆς ἀγάπης. Στρέφει τὴν ψυχή του πρὸς τὰ ἐπάνω καὶ παρακαλεῖ τὸ Θεό (κι ἔκανε μιὰ χαρακτηριστικὴ κίνηση, ἀνυψώνοντας τὰ χέρια καὶ τὸ βλέμμα του), νὰ τοῦ χαρίσει τὴν ἀγάπη του, γιὰ νὰ μπορεῖ κι ἐκεῖνος ν᾿ἀγαπᾶ. Κι ἔτσι βρίσκει τὸ δρόμο τῆς σωτηρίας του».
Ὁ Γέροντας μᾶς ἔδειχνε ἕναν ἐξαίσιο δρόμο λυτρώσεως, ποὺ προφανῶς τὸν βάδιζε ὁ ἴδιος. Μὲ τοὺς ἀσκητικούς του ἀγῶνες, εἶχε ξεπεράσει τὸ φόβο τοῦ θανάτου καὶ τῆς κολάσεως, εἶχε ὑπερβεῖ ἀκόμη καὶ τὴν προσμονὴ τῆς ἀμοιβῆς τοῦ Παραδείσου, γιατὶ ἤδη προγευόταν τὸν Παράδεισο ἀπὸ ἐδῶ «θεϊκῷ ἔρωτι πτερούμενος».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου“
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ: ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΠΟΡΦΥΡΙΟ
----------------------------
Πληροφορίες γιὰ τοὺς τίτλους τῶν Ἐκδόσεων τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου μπορεῖτε νὰ βρεῖτε ἐδῶ