Τέλειωσα τὸ διάβασμα τῶν σημειώσεων αὐτῶν, παραμυθητικῶν καὶ κατανυκτικῶν. Ἐξῆλθα γιὰ λίγο ἀπὸ τὰ δαιδαλώδη μονοπάτια τῶν λογισμῶν μου. Ξαναβρῆκα σ’ αὐτὲς τὴν ἅπλα καὶ τὴν ἁπλότητα τοῦ ταπεινοῦ πνεύματος τοῦ σεβαστοῦ ἁγίου Γέροντα Πορφυρίου. Ξαναθυμήθηκα ὄχι τὸ τί πρέπει νὰ κάνω, ἀλλὰ τὸ πῶς. «Ὅταν χτίζεις γιὰ νὰ χτίζεις, φτιάνεις τὸν τάφο σου. Ὅταν γράφεις γιὰ νὰ γράφεις, πλέκεις τὰ σάβανά σου. Ὅταν ζεῖς καὶ ἀναπνέεις ζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, τότε γύρω σου ὑφαίνεται στολὴ ἀφθαρσίας καὶ μέσα σου ἀναδεύεται γλυκασμὸς οὐράνιας παρακλήσεως. Τὸ ἂν χτίζεις ἢ γράφεις εἶναι πολὺ δευτερεῦον». Εἶναι κάτι ποὺ διάβασα καὶ δὲν θυμᾶμαι ποῦ.
Οἱ σημειώσεις εἶναι ἐλάχιστες, σταγόνες μπροστὰ στὴν ἀφθονία τοῦ ὕδατος ποὺ κελάρυζε ἀπὸ τοὺς λόγους του, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν ζωή του καὶ πότιζε τὶς ρίζες τῆς ψυχῆς γιὰ νὰ πετάξουν «δύο πράσινα φυλλαράκια», καθὼς ἔλεγε, νἄρθει νὰ τὰ θερμάνει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, νὰ μεγαλώσουν. Κι οὔτε μπορεῖ νὰ μπεῖ σὲ λέξεις ὅ,τι σοῦ μετέδιδε κάθε φορὰ ποὺ τὸν πλησίαζες γιὰ ὁποιονδήποτε λόγο. Ἔλεγε μάλιστα ὁ Γέροντας μὲ τὴν ἀπίστευτη καλοσύνη, ποὺ ἔφεγγε στὴν μορφή του, πὼς θἄθελε ὅλους νὰ δέχεται καὶ νὰ τοὺς μιλᾶ, ἀκόμη κι αὐτοὺς ποὺ πήγαιναν ἀπὸ περιέργεια.
Οἱ ἀναμνήσεις, λοιπόν, ποὺ σφράγισαν τὸν νοῦ, εἶναι πλῆθος. Τὰ γεγονότα, οἱ θαυματουργικές του ἐπεμβάσεις, ἡ ἀντιμετώπιση προβλημάτων, ὀδυνηρῶν συχνὰ καὶ δυσεπίλυτων, τὰ λόγια του καὶ οἱ κινήσεις του, τὸ γλυκὸ χαμόγελό του ἢ τὸ κλείσιμό του στὶς περιπτώσεις τῆς σπάνιας αὐστηρότητάς του, ἡ συγχωρητικότητά του, ἡ εἰλικρίνεια τῆς ψυχῆς του, ὅλα συνθέτουν ἕναν ἄνθρωπο ἐλεύθερο στὴν αὐτοδέσμευσή του, «ποὺ εἶχε ξεπεράσει καὶ τὸν καλόγερο», καθὼς εἶχε φθάσει στὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Πήγαινες καὶ σωριαζόσουν δίπλα στὸ κρεβάτι τοῦ πόνου του, ἕνα κουβάρι ἀπόγνωσης, κι ἐκεῖνος ἀκουμποῦσε τὸ χέρι του στὸ κεφάλι σου. Ἄκουγες ἀπὸ καιρὸ σὲ καιρὸ ἕνα ψιθύρισμα: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ». Κάτι σὲ διαπερνοῦσε καὶ μυστικὰ σὲ ἄλλαζε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβεις. Σοῦ ἔπαιρνε τὸ βάρος, σ’ ἔβγαζε ἀπὸ τὸ μπέρδεμα καὶ τὴν ἀπόγνωση. Σ’ εὐλογοῦσε καὶ σηκωνόσουνα. Καθόσουν σ’ ἕνα σκαμνάκι ἀπέναντί του. Κάποιες φορὲς καθόταν στὸ κρεβάτι του ἀκουμπώντας τὰ πόδια σ’ ἕνα πρόχειρο ὑποπόδιο.
Καὶ σοῦ ἔλεγε: Ἔλα τώρα νὰ βοηθήσεις τὸν γέρο πατέρα σου. Τύλιξέ μου τὰ πόδια μὲ τὴν κουβέρτα καλά.
Τὸ ἔκανες καὶ σὲ κοίταζε τόσο στοργικὰ χαμογελώντας σου μὲ μιὰ ἀπύθμενη καλοσύνη, ποὺ σοῦ ἔρχονταν δάκρυα στὰ μάτια.
Προλογικὸ σημείωμα τῆς συγγραφέως
(Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Συνομιλώντας μὲ τὸν Γέροντα Πορφύριο“, τῆς Ἄννας Κωστάκου
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ: ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΟΡΦΥΡΙΟ