Τὸ παρακάτω μοῦ τὸ διηγήθηκε ἕνας καθηγητὴς Πανεπιστημίου ποὺ τὸ ἄκουσε ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸν παθόντα.
Ἕνα βράδυ, σὲ κάποια στροφή, ἕνα ταξὶ ἔπεσε σὲ μιὰ χαράδρα καὶ ἔγινε μιὰ μάζα σίδερα. Ὁ ὁδηγὸς ἦταν μόνος του στὸ ταξὶ ἐγκλωβισμένος, ὁπότε βλέπει ἕναν γέροντα ἱερέα νὰ βγάζει τὰ σίδερα καὶ νὰ τὸν ἐλευθερώνει. Δὲν εἶχε πάθει τίποτε.
Ὁ ταξιτζῆς τὸν ρώτησε: Πῶς μὲ βρήκατε, ποῦ μὲ εἴδατε;
Τοῦ λέει (ὁ γέροντας τοῦ ταξιτζῆ): Περνοῦσα καὶ σὲ εἶδα.
Ἐνῶ δὲ ὁ ταξιτζῆς κοίταζε τὸ ταξί του, αὐτὸς ἐξαφανίστηκε. Ἔψαξε, ἀλλὰ μάταια. Τὴν ἄλλη μέρα ρωτοῦσε ὅποιον ἔβλεπε γιὰ τὸν Γέροντα, περιγράφοντας τὰ χαρακτηριστικά του. γύρισε ὅλα τὰ μοναστήρια, ἀλλὰ τίποτε. Ὁπότε κάποιος τοῦ εἶπε γιὰ τὸν Γέροντα Πορφύριο. Πῆγε, τὸν βρῆκε, τὸν ἀνεγνώρισε καὶ τοῦ ἀνέφερε τὸ γεγονός.
Ὁ Γέροντας Πορφύριος τοῦ λέει: Ἐγὼ δὲν ἔχω περάσει ἀπὸ ἐκεῖ ποτέ. Τί ὥρα ἔγινε;
Τοῦ ἀπάντησε: Στὶς 10 τὸ βράδυ.
Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπήντησε ὅτι ἐκείνη τὴν ὥρα πάντοτε προσεύχεται καὶ γιὰ ὅλους τοὺς ὁδηγούς.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ὅσα εἶδα καὶ ἄκουσα ἀπὸ τὸν Γέροντα Πορφύριο“, τοῦ Ἰωάννη Μαρουσιώτη
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ: ΒΙΒΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΠΟΡΦΥΡΙΟ