Μοῦ λέει ὁ Γέροντας: Τώρα ποὺ ἔχεις ἐδῶ τὸ αὐτοκίνητό σου, πᾶμε μαζί, γιατὶ θέλω νὰ ἀγοράσω μερικὰ λαχανικὰ σὲ ἕνα περιβόλι. Εἶναι ἐδῶ κοντὰ σὲ μιὰ ρεματιά, στὸ χωριὸ Μήλεσι.
Πῆρα τὸν Γέροντα καὶ πήγαμε. Ὅταν γυρίζαμε τοῦ διηγήθηκα μία ἱστορία ποὺ εἶχε πεῖ ἕνας παπᾶς, ὅτι τὴν ὥρα τῆς Θείας Λειτουργίας, στὰ «Σὰ ἐκ τῶν Σῶν», εἶδε νὰ βγαίνει ἀπὸ τὸ Ἅγιο Δισκοπότηρο ἕνα πολὺ μικρὸ παιδάκι καὶ νὰ εὐλογεῖ μὲ τὰ χέρια του.
Καὶ ὁ Γέροντας μοῦ λέει: Τέτοια ἔχω δεῖ πάρα πολλά! … Δηλαδὴ ὄχι ἐγώ, μοῦ τὰ ἔχουν πεῖ ἄλλοι….
* * *
Μιὰ μέρα ἤμουν μὲ τὸν Γέροντα στὸ δωμάτιό του καὶ πῆρε στὰ χέρια του ἕνα στρογγυλὸ ἀντικείμενο, τυλιγμένο μὲ ἕνα λευκὸ πανί. Μοῦ λέει, ἔλα νὰ σοῦ δείξω κάτι ποὺ τὸ ἔχω κρυφό. Τὸ ἔφερα ἀπὸ τὸ Ἅγιον Ὄρος, ἀπὸ τὴν Σκήτη τῶν Καυσοκαλυβίων.
Ξετύλιξε σιγὰ-σιγὰ τὸ πανὶ καὶ μοῦ λέγει: Εἶναι ἡ ἁγία κάρα τοῦ Γέροντά μου, Παντελεήμονα. Ὁ ἅγιος καὶ διορατικὸς Γέροντας Πορφύριος ἀσπάστηκε τὸ ἱερὸ λείψανο καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση ὅτι τὴν ἔβαλε δίπλα στὸ προσκέφαλό του. Ἐδῶ, μοῦ λέει, ἔρχεται πολὺς κόσμος καὶ ἀφοῦ τοὺς μιλήσω γιὰ διάφορα θέματα, πολλοὶ πέφτουν καὶ μὲ προσκυνοῦν στὰ πόδια. Ἐγὼ δὲν θέλω τέτοια πράγματα, ἀλλὰ δὲν μπορῶ νὰ σκύψω γιὰ νὰ τοὺς ἀποτρέψω.
Γι’ αὐτὸ πῆγα στὰ Καυσοκαλύβια μὲ τὸν π. τάδε καὶ τοῦ εἶπα, ἐδῶ θὰ μὲ θάψεις. Ἀλλὰ ἐὰν πεθάνω στὸν Ὠρωπό, θὰ μὲ βάλεις στὸ πορτ-μπαγκὰζ τοῦ αὐτοκινήτου καὶ θὰ μὲ φέρεις στὰ Καυσοκαλύβια. Νομίζουν ὅτι εἶμαι ἅγιος, ἀλλὰ ἐμένα οἱ ἅγιοι θὰ μὲ πετάξουν ἀπὸ τὸ παράθυρο, ἐὰν τολμήσω νὰ μπῶ μαζί τους.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννη Μαρουσιώτη “Ὅσα εἶδα καὶ ἄκουσα ἀπὸ τὸν Γέροντα Πορφύριο”