Ἡ δύναμις τῆς προσευχῆς - Τὰ ψεύτικα μάγια


Ὁ ὅσιος Πορφύριος γιὰ τὴν δύναμη τῆς προσευχῆς

Ὁ ἄνθρωπος, χωρὶς τὴν χάρη τοῦ Χριστοῦ, δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε.  Ὅταν θέλει ὅμως ὁ ἄνθρωπος, πολλὰ μπορεῖ νὰ κάνει μὲ τὴν προσευχή του. Εἶναι δύσκολο, ἀλλὰ εἶναι καὶ εὔκολο. Μὲ ἕνα μικρὸ σπινθήρα μπορεῖ νὰ κάνει θαύματα, διότι ὁ Κύριος τὸ εἶπε: Αὐτοὶ ποὺ πιστεύουν, νεκροὺς θὰ ἀναστήσουν, ἀσθένειες θὰ θεραπεύσουν καὶ ὅ,τι θελήσουν καὶ τὸ ζητήσουν ἀπὸ τὸν Κύριο θὰ γίνεται.

* * *

— Μιὰ Κυριακὴ ἦλθε μία γυναίκα στὴν ἐκκλησία ποὺ λειτουργοῦσα, στὴν Εὔβοια. Μόλις τελείωσα τὴν Θεία Λειτουργία, μὲ πλησιάζει καὶ μοῦ λέει:

— Πάτερ, θέλω λίγο Μεγάλο Ἁγιασμό.

— Τί τὸν θέλεις; τὴ ρωτάω. Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμὸς δίδεται μόνο σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις ποὺ δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ λάβει τὴν Θεία Κοινωνία.

Ἡ γυναίκα δίστασε καὶ δὲν ἤθελε νὰ μοῦ ἐξηγήσει.  Ὅταν ὅμως τῆς εἶπα ὅτι θὰ τῆς δώσω μόνο ἐὰν μοῦ πεῖ σὲ τί θὰ τὸν χρησιμοποιήσει, μοῦ ἀπεκάλυψε, κάπως δειλά, ὅτι μία κυρία ἀπὸ τὴν Χαλκίδα τῆς εἶπε: Νὰ πάρεις Μεγάλο Ἁγιασμὸ καὶ θὰ σοῦ δώσω καὶ ἐγὼ ὁρισμένα πράγματα νὰ πᾶς στὴν θάλασσα καὶ νὰ τὰ περάσεις ἀπὸ 40 κύματα, διότι σοῦ ἔχουν κάνει μάγια.

Τὴν ρώτησα πῶς γνώρισε αὐτὴ τὴν γυναίκα. Μοῦ εἶπε ὅτι ὁ ἄνδρας της εἶναι ἐφοπλιστὴς καὶ ἔχει φτιάξει ἕνα ὡραῖο σπίτι στὴν θάλασσα καὶ μία μέρα ποὺ καθόταν στὴν αὐλὴ τῆς βίλας της πέρασε μία γυναίκα καὶ τῆς εἶπε: Κυρία μου, νὰ τὸ χαίρεστε τὸ σπίτι σας, εἶναι πολὺ ὡραῖο καὶ τὸ καμαρώνω. Σοῦ εὔχομαι νὰ περάσετε εὐτυχισμένα διότι εἶστε καὶ καλὴ κυρία, ὅπως σᾶς βλέπω, ἀλλὰ ὁ κόσμος εἶναι πολὺ κακὸς καὶ νὰ προσέχετε, διότι σᾶς ἔχουν κάνει μάγια.

Τῆς εἶπα: Τί πράγματα εἶναι αὐτὰ ποὺ μοῦ λές; Ἐγὼ δὲν τὰ πιστεύω αὐτά.

Μοῦ ἀπαντᾶ: Καὶ ὅμως θὰ σᾶς ἀποδείξω ὅτι σᾶς ἔχουν βάλει στὸ σπίτι σας διάφορα μαγικὰ καὶ θὰ σᾶς κάνουν κακό.

Ἔβγαλε κάτι ἀπὸ τὴν τσάντα της καὶ ἄρχισε νὰ ψάχνει σὲ κάτι γωνιές. Ἐγὼ ἔβλεπα, διότι ἤμουν μόνη στὸ σπίτι. Σὲ μία στιγμὴ μοῦ λέει: Ἐδῶ σᾶς ἔχουν βάλει τὰ μάγια, φέρε μου ἕνα σκαλιστήρι.

Τῆς τὸ πῆγα, ἔσκαψε καὶ ἔβγαλε ἕνα κουτί, τὸ ἄνοιξε μπροστά μου καὶ μοῦ εἶπε: Κοίταξε ὁ κακὸς ὁ κόσμος τί ἔβαλε μέσα. Εἶχε μία μικρὴ κούκλα μὲ δυὸ καρφίτσες στὰ μάτια της, κάτι χάντρες, κάτι τρίχες καὶ κάτι μικρὰ κόκαλα.

Ἐγὼ ὅμως τῆς λέω: Καὶ τί μποροῦν νὰ κάνουν αὐτά;

— Θὰ κάνω ἕνα τὲστ καὶ θὰ σοῦ πῶ ἀμέσως. Φέρε μου ἕνα ξύλο μικρὸ ἀπὸ κουτάλα ἢ ἄλλο ξύλινο χερούλι καὶ ἕνα πιάτο καὶ ἐὰν τὸ πιάσω στὸ χέρι μου καὶ στὸ πιάτο ποὺ θὰ κρατεῖς πέσει πετρέλαιο, τότε σοῦ ἔχουν κάνει μάγια.

Τῆς πῆγα τὸ ξύλινο κουτάλι καὶ τὸ πιάτο. Τότε αὐτὴ ἔπιασε τὸ ξύλο καὶ τὸ ἔσφιξε στὸ χέρι της καὶ στὸ πιάτο ποὺ κρατοῦσα ἐγὼ ἔπεσε πετρέλαιο.

Μοῦ λέει: Κυρία, τὸ βλέπεις μόνη σου ὅτι σοῦ ἔχουν κάνει μάγια.

— Ἐγὼ τάχασα μὲ αὐτὸ ποὺ εἶδα.

Κι ὁ Γέροντας συνέχισε τὴν παραστατικὴ ἐξιστόρηση τοῦ περιστατικοῦ.

— Περίμενε ἐδῶ.

Ἀφοῦ τῆς εἶπα νὰ περιμένει, πῆγα στὸ ἱερὸ καὶ γονάτισα μπρὸς στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ προσευχήθηκα νὰ μοῦ πεῖ ὁ Κύριος τί ἀκριβῶς συνέβη. Τότε βλέπω σὰν κινηματογραφικὴ ταινία ὅλη τὴν σατανικὴ σκευωρία ποὺ εἶχε στήσει αὐτὴ ἡ σπεῖρα.

Γύρισα στὴν γυναίκα καὶ τῆς εἶπα:

— Δὲν μοῦ τὰ εἶπες ὅλα, διότι τὴν στιγμὴ ποὺ τῆς δώσατε τὸ ξύλινο κουτάλι σᾶς εἶπε νὰ τῆς κρατήσετε μὲ τὸ ἕνα χέρι τὸν ἀγκώνα της καὶ μὲ τὸ ἄλλο τὸ πιάτο. Αὐτὴ ἡ γυναίκα γύρισε ἐπάνω τὸ χέρι της καὶ στὴν περούκα ποὺ φοροῦσε, ἔπιασε ἕνα βαμβάκι μέσα σὲ σακουλάκι νάυλον· μὲ τὸ νύχι της ἔσπασε τὸ νάυλον καὶ ἔβγαλε τὸ πετρέλαιο.

— Ναί, μοῦ λέει, ἔτσι ἔγινε.

— Ἐὰν θέλεις, τῆς λέω, ‘νὰ σοῦ βγάλω καὶ ἐγὼ τὸ πετρέλαιο’, φώναξε τὸν ἄντρα σου ὁ ὁποῖος περιμένει.

Ἦλθε αὐτὸς καὶ τοῦ λέω ὅτι ἡ γυναίκα σου ἔχει πέσει θῦμα ἀπατεώνων.

Ναί, μοῦ λέει, διότι κάθε τόσο ἔδινε πολλὰ χρήματα στὴν μάγισσα στὴν Χαλκίδα καὶ ἔχει ἀδυνατίσει καὶ δὲν τρώει καθόλου φαγητό. Διότι ἡ πρώτη γυναίκα ποὺ ἔβγαλε πετρέλαιο, ὅταν τὴν ρώτησε ἡ γυναίκα μου τί πρέπει νὰ κάνει, τῆς εἶπε ὅτι δὲν ξέρει νὰ λύνει τὰ μάγια κι ὅτι ὑπάρχει ὅμως κάποια στὴν Χαλκίδα ποὺ ξέρει.  Ἔτσι πήγαμε σ’ αὐτὴν καὶ ἐκεῖ ἄρχισε τὸ μεγάλο μάδημά μας.

— Πήγαινε τὴν γυναίκα σου νὰ φάει στὸ ἑστιατόριο, τοῦ λέω.

— Δὲν τρώει καθόλου μέρες τώρα, μοῦ ἀπαντᾶ.

— Πήγαινε, τοῦ λέω, καὶ θὰ φάει.

Ἔφυγαν καὶ ὅταν γύρισαν μοῦ εἶπε ὁ ἄντρας: Πάτερ, μᾶς ἔσωσες! Ἡ γυναίκα μου ἔφαγε πολὺ καλά.

Τοὺς εὐλόγησα καὶ τοὺς εἶπα νὰ εἶναι τακτικοὶ στὴν ἐκκλησία μας, διότι ὁ Χριστὸς τοὺς ἀγαπάει. Τὸ κουτὶ δὲ ποὺ εἶχαν βρεῖ στὸ σπίτι εἶχαν πάει βράδυ καὶ τὸ ἔθαψαν στὸν κῆπο τους κάποιοι ἀπὸ τὴν σπεῖρα χωρὶς νὰ γίνουν ἀντιληπτοί.

 

Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰωάννη Μαρουσιώτη “Ὅσα εἶδα καὶ ἄκουσα ἀπὸ τὸν Γέροντα Πορφύριο

Ὑποβολὴ σχολίου