Ζοῦσε στὸ χωριό μου μιὰ χήρα ποὺ εἶχε ἕνα χωραφάκι κοντὰ στὴ θάλασσα. Μοῦ διηγήθηκε, λοιπόν, κάποτε τὰ ἑξῆς:
«Ἐγὼ εἶμαι μόνη στὸν κόσμο, παιδιὰ δὲν ἔχω. Ἡ μοναδική μου περιουσία εἶναι αὐτὸ τὸ χωράφι, καὶ βάλθηκαν ὅλοι νὰ μοῦ τὸ πάρουν, νὰ τὸ ἀπαλλοτριώσουν. Ἀρνήθηκα ὅμως ὅλες τὶς δελεαστικὲς προτάσεις ποὺ μοῦ ἔκαναν. Ὥσπου μιὰ μέρα δέχτηκα τὴν ἐπίσκεψη τοῦ ἀγροφύλακα τοῦ χωριοῦ. “Νὰ τὸ πουλήσεις τὸ χωράφι”, μοῦ εἶπε. Τὸν εἶχαν στείλει κάποιοι ἄλλοι, ὡς μεσάζοντα. “Δὲν τὸ πουλάω”, τοῦ ἀπάντησα κοφτά κι ἔφυγε.
Μιὰ μέρα ποὺ πῆγα μὲ τὸ τρακτὲρ νὰ τὸ ὀργώσω, ἔρχεται πάλι ὁ ἀγροφύλακας καὶ μοῦ λέει, “γιατί ἔκοψες τὰ δέντρα;”. “Ποιὰ δέντρα, χριστιανέ μου;” τοῦ λέω, “δὲν ἔχει δένδρα τὸ χωράφι μου”. “Πῶς;”, μοῦ λέει, “εἶναι δασικὴ περιοχὴ κι ἐσὺ ἔκοψες τὰ δένδρα”. “Δέν εἴμαστε καλά”, τοῦ λέω. “Τὸ χωράφι μου δασικὴ περιοχή; Ποτὲ δὲν εἶχε οὔτε ἕνα δένδρο…”. “Εἶχε πολλὰ δέντρα, κυρά μου, καὶ τὰ ἔκοψες. Θὰ σοῦ κάνω μήνυση καὶ θὰ βάλω μάρτυρα τὸν ὁδηγὸ τοῦ τρακτέρ!” μὲ ἀπείλησε, ἀλλὰ δὲν ἔδωσα καὶ πολλὴ σημασία.
Ὕστερα ἀπὸ λίγο καιρό ἦρθε κλήση γιὰ ἀνάκριση. Θορυβήθηκα. Δὲν ἤξερα τί νὰ κάνω. Νὰ μὲ τρέχουν στὰ δικαστήρια γιὰ κάτι ποὺ δὲν ἔκανα; Ἔμαθα μάλιστα πὼς εἶχαν βάλει καὶ ψευδομάρτυρες νὰ καταθέσουν ὅτι τάχα τὸ χωράφι μου εἶχε δέντρα κι ἐγὼ τὰ εἶχα κόψει. Ἐργαζόμουν τότε ὡς καθαρίστρια σὲ μιὰ κυρία. Τὴν ἐνημέρωσα λοιπὸν ὅτι δὲν θὰ πήγαινα στὸ σπίτι της τὴν ἑπομένη, διότι μὲ εἶχε καλέσει ὁ εἰσαγγελέας. Μὲ ρώτησε ἡ γυναίκα τί εἶχε συμβεῖ, καὶ τῆς ἐξήγησα. Μοῦ λέει, “αὔριο δὲν θὰ πᾶς στὸν εἰσαγγελέα, θὰ ἔρθεις ἐδῶ”. Πράγματι, τὴν ἄλλη μέρα τὸ πρωὶ πῆγα στὸ σπίτι της. Ἦρθε λοιπὸν καὶ ἕνας κύριος ὁ ὁποῖος μὲ ρώτησε γιὰ τὴν ὑπόθεση καὶ τοῦ ἐξήγησα μὲ ὅλες τὶς λεπτομέρειες τί εἶχε συμβεῖ. “δῶσε μου τὸ χαρτὶ ποὺ ἔχεις στὰ χέρια σου”, μοῦ λέει αὐτός, “διότι ἐγὼ εἶμαι ὁ εἰσαγγελέας. Σ’ ἐμένα θὰ ἔρθουν αὐτοί, ὁπότε ἄσε καὶ θὰ τὸ τακτοποιήσω”.
Ὕστερα ἀπὸ μία ἑβδομάδα βλέπω τὸν ἴδιο ἄνθρωπο στὸ σπίτι τῆς κυρίας. “Κοίταξε”, μοῦ λέει, “τὸ τακτοποίησα τὸ θέμα. Ἐξαφάνισα τὴ δικογραφία καὶ ἄσε τους τώρα νὰ κάνουν ὅ,τι θέλουν…”.
Eὐχαριστήθηκα πολὺ ἀπὸ τὴν ἐξέλιξη, διότι θὰ ἦταν ἄδικο νὰ μοῦ πάρουν τὸ κτῆμα μου. Κι ὁ ἀγροφύλακας ἀποροῦσε ποὺ εἶχε περάσει τόσος καιρὸς χωρὶς νὰ γίνει κάτι μὲ τὴ μήνυση ἐναντίον μου. “Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τί συμβαίνει μὲ τὴ μήνυση τῆς χήρας…”, ἔλεγε στὸ καφενεῖο».
Ὁ Θεὸς τὸ ἄδικο δὲν τὸ εὐλογεῖ. Ἄνοιξε στὴ χήρα μιὰ πόρτα καὶ ἔκλεισε στὸν ἅρπαγα τὴ δική του.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅλα γιὰ κάποιο καλὸ λόγο συμβαίνουν“, τοῦ Ἰωάννη Μαρουσιώτη
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ “ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΒΙΒΛΙΑ“