Μοῦ διηγήθηκε κάποτε ὁ Γέροντας Πορφύριος τὸ ἑξῆς:
«Πήγαινα στὴ Θεσσαλονίκη μὲ τὸ λεωφορεῖο τῆς γραμμῆς Ἀθήνα-Θεσσαλονίκη. Τὸ εἰσιτήριό μου ἔγραφε ἀριθμὸ θέσεως. Ὅταν πῆγα νὰ καθίσω, ἔρχεται ἕνας νεαρὸς καὶ μοῦ λέει, “ἐδῶ θὰ κάτσω ἐγώ”. “Μὰ ὁ ἀριθμὸς θέσεως τοῦ εἰσιτηρίου μου εἶναι ἐδῶ”, τοῦ λέω. “ Ἂς εἶναι”, μοῦ λέει αὐτός, “νὰ πᾶς ἀλλοῦ νὰ κάτσεις”. Τότε ἐγὼ στάθηκα ὄρθιος, ἐνῶ ὑπῆρχαν ἄδειες θέσεις στὸ λεωφορεῖο. Παρέμεινα ὄρθιος στὴ θέση μου ἐκεῖ, κρατώντας τὴ λαβή, μέχρι τὴ Λαμία. Οἱ ἄλλοι ἐπιβάτες μοῦ ἔλεγαν νὰ πάω σὲ ἄλλη θέση, ἀφοῦ ὑπῆρχαν πολλὲς ἄδειες, ἐγὼ ὅμως δὲν ὁμιλοῦσα.
Ὅταν φτάσαμε στὴ Λαμία, ἕνας κύριος εἶπε στὸν ὁδηγὸ νὰ σταματήσει μπροστὰ στὸ πρῶτο ἀστυνομικὸ τμῆμα ποὺ θὰ συναντοῦσε. “Εἶμαι εἰσαγγελέας καὶ θέλω νὰ τακτοποιηθεῖ ὁ παπὰς στὴ θέση του», τοῦ εἶπε. Τότε ὁ νεαρὸς σηκώθηκε ἀπὸ τὸ κάθισμα, γιὰ νὰ καθίσω. “Μὰ γιατί”, μοῦ λένε μετὰ οἱ ἄλλοι, “ἀφοῦ εἶχε τόσες θέσεις κενές, ἐσὺ ἐπέμενες νὰ κάθεσαι ὄρθιος;”. “Γιατὶ ὁ νεαρός”, τοὺς λέω, “θὰ τὸ ἔκανε καὶ σὲ ἄλλον κάποια στιγμὴ καὶ θὰ μάλωναν μέχρι θανάτου. Τὸ ἔκανα, λοιπόν, γιὰ νὰ συνετιστεῖ. Γιὰ τὸ καλό του».
Αὐτὸς ἦταν ὁ Γέροντας Πορφύριος.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ“