Ἕνα μεσημέρι βρέθηκα κοντά του.
— Θὰ περιμένετε ὅμως λίγο, μοῦ εἶπαν οἱ ἀδελφές, διότι εἶναι ἡ ὥρα τοῦ φαγητοῦ του. Πρέπει νὰ φάει, διότι, μὲ τὸ ἕλκος, δὲν κάνει νὰ μένει πολλὲς ὧρες τὸ στομάχι ἄδειο. Καὶ ἀπὸ τὸ πρωὶ μιλάει μὲ τὸν κόσμο.
— Πολὺ εὐχαρίστως, εἶπα, θὰ περιμένω ἐδῶ ἀπ’ ἔξω.
— Φωνάξτε τον, μωρέ, νὰ ἔλθει μέσα, λέει ὁ Γέροντας.
Μπῆκα.
— Κάθισε ἐδῶ.
Κάθισα. Τοῦ ἔφεραν τὸ φαγητό. Σὲ ἕνα ἐμαγιὲ πιάτο τὸ λιγοστὸ φαγάκι του λειωμένο, λιανισμένο, μιὰ πετσετούλα, ἕνα κουτάλι. Τίποτα ἄλλο. (Τὸ ψωμὶ ἦταν μέσα τριμμένο). Τοῦ ἔβαλαν τὴν πετσετούλα μὲ στοργή, τοῦ ἔδωσαν στὸ χέρι τὸ κουτάλι (δὲν ἔβλεπε τότε) καὶ καθιστὸς ἄρχισε νὰ βάζει στὸ στόμα μία-μία μπουκιά, προσπαθώντας νά… σημαδέψει σωστὰ τὸ στόμα, μὲ τὸ τρεμάμενο χέρι.
Ἐγὼ ἔβλεπα καὶ δὲν πίστευα. Εἶχα δεῖ σὲ Μοναστήρια, μὲ τί σχολαστικότητα ἑτοίμαζαν τὸ φαγητὸ τοῦ Ἡγουμένου. Πιάτα, πιατάκια, πηρούνια, πηρουνάκια, σχολαστικὴ προετοιμασία καὶ ἀποκλειστικὰ ὅλα τὰ σκεύη μόνο γι’ αὐτόν. Βέβαια καὶ οἱ ἄλλοι τὸ ἔκαναν παρακινούμενοι ἀπὸ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση. Ἀλλὰ ἐδῶ ἔβλεπα πνεῦμα Ὀρθόδοξο. Πνεῦμα ἀσκητικό. Πνεῦμα Ἁγιορείτικο. Ὅλα ἁπλά, ταπεινά, ἅγια.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἡ θεϊκὴ φλόγα ποὺ ἄναψε στὴν καρδιά μου ὁ Γέρων Πορφύριος“