«Ἔχω καρκίνο ἐδῶ στὴν ὑπόφυση…»


Εικόνα Γέροντος Πορφυρίου— Ὅταν ἤμουν νεότερος, παρεκάλεσα τὸ Θεὸ νὰ μοῦ στείλει τὴν ἀρρώστια τοῦ καρκίνου γιὰ νὰ πονῶ γιὰ τὴν ἀγάπη Του. Ὅταν τὸ εἶπα στὸ Γέροντά μου, «Ὄχι», μοῦ λέει, «εἶναι ἐγωισμὸς αὐτό». Καὶ σταμάτησα νὰ τὸ ζητάω. Ἥμαρτον Κύριε, ἔλεγα. Ἀπὸ ἐγωισμὸ ἐζήτησα ὑπὲρ τὴν δύναμίν μου.

Τώρα λοιπόν, μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια, μοῦ ἔστειλε ἐκεῖνο ποὺ ζήτησα τότε. Ἔχω πόνους φοβερούς.

— Γέροντα, τὸ χαρήκατε ὅπως ὅταν τὸ ζητούσατε ἢ στενοχωρηθήκατε;

— Ὅταν μοῦ τὸ εἶπαν οἱ γιατροὶ μετὰ ἀπὸ τὶς ἐξετάσεις ποὺ ἔκαναν, τὸ χάρηκα καὶ εἶπα: «Δόξα Σοι ὁ Θεός. Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια δὲν ξέχασες τὸ αἴτημά μου». Ἔχω καρκίνο ἐδῶ στὴν ὑπόφυση, αὐτὴ ἔχει κάνει ὄγκο ποὺ μεγαλώνει καὶ πιέζει τὸ ὀπτικὸ χίασμα. Γι’ αὐτὸ ἄρχισα νὰ μὴ βλέπω. Μὲ αὐτὸ τὸ μάτι βλέπω λίγο φῶς. Μὲ τὸ ἄλλο βλέπω τοὺς ἀνθρώπους σὰν σιλουέτες, ἀλλὰ δὲν βλέπω μὲ αὐτὰ τὰ μάτια τὰ χαρακτηριστικά τους. Ἡ γλώσσα μου ἔχει γίνει χονδρὴ καὶ μακριά. Μὲ δυσκολεύει μέσα στὸ στόμα μου καὶ ἡ φωνή μου ἔχει ἀλλάξει. Ἔχω πόνους φοβερούς. Ὅταν πονῶ, κάνω ὑπομονὴ καὶ προσεύχομαι. Στὸν πολὺ πόνο δὲν μπορῶ νὰ προσευχηθῶ. Ὅμως δὲν γογγύζω οὔτε παραπονοῦμαι.

— Γέροντα, νὰ παίρνετε κανένα παυσίπονο. Νὰ ἀνακουφίζεσθε.

— Δὲν παίρνω. Λέω αὐτὸ ποὺ σοῦ εἶπα: Δὲν ξέρει ὁ Χριστὸς ὅτι πονάω; Τὸ ξέρει. Λοιπὸν σηκώνω τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ ὑπομονετικά.
Πῶς σοῦ φαίνεται αὐτό; Σοῦ εἶπα. Μπορεῖ νὰ μὲ ποῦν τρελλό. Ὅμως μ’ ἀρέσει αὐτὴ ἡ τρέλλα. Δὲν σὲ ὑπο­χρεώνω νὰ κάνεις κι ἐσὺ τὸ ἴδιο. Ἐσύ, ὅπως τὸ καταλαβαίνεις, ὅσο μπορεῖς. Ἐγὼ ἔτσι τὸ καταλαβαίνω.

Σὲ ἀγαπῶ, μωρέ, τὸ ξέρεις;

— Τὸ ξέρω, Γέροντα. Κι ἐγὼ σᾶς ἀγαπῶ καὶ παρακαλῶ δι’ εὐχῶν Σας, νὰ μὲ ἐλεήσει ὁ Θεός.

— Μέσα στοὺς πόνους μου παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μὲ ἐλεήσει καὶ νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες μου.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος φτάσει στὴν προπτωτικὴ κατάσταση, δὲν ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς ἀρρώστια. Κι ὅταν Ἐκεῖνος θελήσει, μποροῦμε ἀμέσως νὰ γίνουμε ὑγιεῖς.
Αὐτὰ εἶναι δύσκολα. Τὰ καταλαβαίνουν ἐκεῖνοι οἷς δέδοται.

Ἀπὸ τὸ βιβλίο “Ἡ θεϊκὴ φλόγα ποὺ ἄναψε στὴν καρδιά μου ὁ Γέρων Πορφύριος