Πολλὲς φορὲς ἐθαύμασα γιὰ τὶς ἀπαντήσεις τοῦ ἀγάμου, πλὴν ἔχοντος τὴν ἄνωθεν σοφία, Γέροντος Πορφυρίου σὲ θέματα γάμου, συζυγικῶν σχέσεων, τεκνογονίας κλπ. Δὲν ἦταν ἀπαντήσεις «κλισέ», ἄτεγκτες, σκληρές, μονοκόμματες, ἀντικειμενικές. Ἦταν ἀπαντήσεις μεστὲς ἀληθείας, ἀγάπης, στοργῆς καὶ διακρίσεως, ἀνάλογες μὲ τὴν κατάσταση, τὴν χρεία καὶ τὴν δεκτικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπου τὴ δεδομένη στιγμή. Ἀποβλέπων στὴ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων δὲν ἐπεδίωκε νὰ βάλει αὐτοὺς σ’ ἕνα «καλούπι» καὶ νὰ δημιουργήσει ὁμοιόμορφα ἄτομα, ἀλλ’ ὡς ἄνθρωπος πλήρης Πνεύματος Ἁγίου ἐχειραγώγει τὸν καθένα κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Χριστοῦ, τοῦ δίδοντος «ἑκάστῳ… κατὰ τὸ μέτρον τῆς δωρεᾶς» (Ἐφεσ. δ΄ 7) πρὸς τὸ συμφέρον τῆς ψυχῆς του.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἐπιθυμῶ νὰ ἀναφερθῶ σὲ ἕνα περιστατικό, τὸ ὁποῖο μαρτυρεῖ γιὰ τὴν ἐξατομικευμένη διακριτικὴ ποιμαντική, ποὺ ἀσκοῦσε, τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν εὐρύτητα τοῦ πνεύματος τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος. Μιὰ μέρα, τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐγκαταβιοῦσε στὸν ἅγιο Νικόλαο Καλλισίων, εἶχε πάει μὲ κάποιο πνευματικό του παιδὶ στὸ παρακείμενο δάσος καὶ συνομιλοῦσε μαζί του. Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθαν καὶ μπῆκαν στὴν ἐκκλησία γιὰ νὰ προσκυνήσουν ἕνας νέος καὶ μία νέα ποὺ φοροῦσαν σόρτς. Καθὼς ὁ Γέροντας ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸ δάσος τοὺς συνήντησε τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαιναν ἔξω ἀπὸ τὴ σιδερένια πόρτα τῆς αὐλῆς, τοὺς χαιρέτησε καὶ στάθηκε ἐκεῖ ἀρκετὴ ὥρα συνομιλώντας μαζί τους μὲ πολλὴ στοργὴ καὶ ἀγάπη. Δὲν ἄκουσα τί τοὺς εἶπε, ἀλλὰ τὸ εὐλαβικὸ χειροφίλημά τους ἦταν πολὺ εὔγλωττο γιὰ τὴν ἐντύπωση καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ τοὺς προκάλεσε ἡ στάση καὶ τὰ λόγια του.
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Κλείτου Ἰωαννίδη «Ὁ Γέρων Πορφύριος. Μαρτυρίες καὶ Ἐμπειρίες».