Πρὶν ἀπὸ μέρες ἦλθε μία γυναίκα, ὅπως μοῦ εἶπε ὁ Γέροντας, μὲ ἕνα ψυχίατρο καὶ μοῦ λένε ὅτι τὸ σπίτι της ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ πέθανε ἡ πεθερά της, διότι ἔμενε μαζί της, ἔχει μεγάλη βρώμα, ποὺ ὅποιος μπεῖ μέσα στὸ σπίτι δὲν ἀντέχει οὔτε στιγμή.
Τὴν ρώτησα, μήπως μισοῦσε τὴν πεθερά της ὅταν ζοῦσε καὶ μοῦ ἀπάντησε ὅτι εἶχε ὄντως πολὺ μῖσος ἐναντίον της, ἀφάνταστο μῖσος.
Πήγαμε στὸ Ὑγειονομικό, συνέχισαν νὰ μοῦ λένε, κάναμε ἀπολυμάνσεις, ρίξαμε ἀρώματα, ἀλλὰ ἡ βρώμα συνεχίζεται, δὲν ἀφήσαμε τίποτα ποὺ νὰ μὴν τὸ ἐλέγξουμε, βόθρους κ.λπ., ἡ βρώμα εἶναι ἀνυπόφορη. Τῆς εἶπα νὰ κάνει Θεία Λειτουργία, νὰ ἐξομολογηθεῖ καὶ νὰ συγχωρέσει τὴν πεθερά της…
Τὴν ὥρα ποὺ ὁ Γέροντας ἔλεγε αὐτὰ κτύπησε τὸ τηλέφωνό του καὶ ὅταν τελείωσε τὴ συνομιλία μὲ αὐτὸν ποὺ τοῦ τηλεφώνησε μοῦ λέει: Τὸ τηλεφώνημα ἦταν ἀπὸ τὴν κυρία ποὺ λέγαμε καὶ μοῦ εἶπε ὅτι σήμερα, μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔκανε, ἔφυγε ἡ βρώμα ἀπὸ τὸ σπίτι της.
Μαθητεύοντας στὸν Γέροντα Πορφύριο, σελ. 105