ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΡΦΙΑ
Ἔχω τὴν ἐντύπωση ὅτι ἡ ἀνθρωπολογία τοῦ Πορφυρίου δημιουργεῖ δυνατότητες γιὰ τὴν ἀναγνώριση τῆς ἀθέατης ἁγιότητας, ἐκείνης, δηλαδή, τῆς ἁγιότητας, τὴν ὁποία οὔτε κὰν μπορεῖ νὰ ὑποψιαστεῖ ἡ στενάχωρη θρησκευτικότητα.
«Οἱ ψυχὲς οἱ πεπονημένες, οἱ ταλαιπωρημένες, ποὺ ταλαιπωροῦνται ἀπὸ τὰ πάθη τους, αὐτὲς κερδίζουν πολὺ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν χάρι τοῦ Θεοῦ. Κάτι τέτοιοι γίνονται ἅγιοι καὶ πολλὲς φορὲς ἐμεῖς τοὺς κατηγοροῦμε».
Αὐτὴ ἡ ἀνοιχτότητα στὴ μυστικὴ δράση τοῦ Θεοῦ καὶ στὴν ὕπαρξη πολιτῶν τῆς Βασιλείας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν ἔκπληξη γιὰ τοὺς τακτικοὺς χριστιανούς, διευρύνει ἐξαιρετικὰ τὴν ἀνθρώπινη ἀδελφότητα.
Γιὰ τὸν Πορφύριο, ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ ἴδια ἡ Τριαδικὴ ζωὴ καί, ταυτόχρονα, ἡ δυνατότητα τοῦ ἀνθρώπου γιὰ συμμετοχὴ σ’ αὐτὴ τὴ ζωή. Καὶ γι’ αὐτὸ ἐπέμενε νὰ ὀνομάζει τὴν Ἐκκλησία ἄκτιστη καὶ προαιώνια. Ὅλα τὰ κτίσματα μετέχουν σ’ αὐτὴν δυνάμει, μιᾶς καὶ ἀνέκαθεν περιλαμβάνονταν στὸν νοῦ τοῦ Θεοῦ, ὡς δημιουργήματά του. Πόσο ἡ θεώρηση αὐτὴ θυμίζει τὴν ὀντολογία τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητῆ περὶ τῶν λόγων τῶν ὄντων, εἶναι περιττὸ νὰ ὑπογραμμίσουμε ἐδῶ. Μὲ τὸ ἔργο, λοιπόν, τοῦ Χριστοῦ ξεκίνησε ἡ πραγμάτωση τῆς κοσμικῆς-συμπαντικῆς κοινωνίας. Γιὰ τὸν Πορφύριο ἡ Ἐκκλησία εἶναι πηγὴ ζωῆς. Αὐτό, ὅμως, δὲν ἀναιρεῖ τὴ μυστικὴ καὶ πανταχοῦ δράση τοῦ Χριστοῦ. Ἔλεγε ὅτι «ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, χωρὶς νὰ ἐκβιάζει κανένα, ἔχει τρόπους νὰ σώση καὶ τοὺς πλέον πλανημένους. Καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ βοηθήσωμε σὲ αὐτὴν τὴ διαδικασία» (Μητρ. Νεοφύτου καὶ Μπάτσκας Εἰρηναῖος, «Ὁρόσημο ἁγιότητος», σ. 280). Στὴν ὀπτικὴ αὐτή, οἱ Χριστιανοὶ δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἱεραπόστολοι. Εἶναι διάκονοι τοῦ κατ’ ἐξοχὴν ἱεραποστόλου - τοῦ Θεοῦ. Τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ἐδῶ ἔχουμε μιὰ ὀπτικὴ παρόμοια μ’ αὐτὴν ποὺ στὸν οἰκουμενικὸ χῶρο ἔχει ἀποκληθεῖ missio Dei, καὶ ἡ ὁποία ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ ἱεραποστολὴ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ ἴδιου τοῦ Θεοῦ, οἱ δὲ πιστοὶ καλοῦνται νὰ γίνουν συνεργοί της.
Οἱ θεωρήσεις αὐτὲς δημιουργοῦν μεγάλη εὐρυχωρία. Ὁ Πορφύριος ἐπέμενε ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἀδέρφια - ἀπολύτως ὅλοι, καὶ ὄχι μόνο οἱ βαπτισμένοι (Μαρτυρεῖται ὅτι ἕνα πνευματικοπαίδι του εἶχε ἀκούσει ἀπὸ ἕναν κήρυγμα ὅτι ἀδέλφια μεταξύ τους εἶναι μόνο οἱ χριστιανοί. Ὅταν αὐτὸ τὸ μετέφερε στὸν ἐργασιακό του χῶρο, τοῦ τηλεφώνησε τὴν ἴδια μέρα ὁ Πορφύριος, γιὰ νὰ τοῦ πεῖ: «Ὅλοι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι παιδιὰ τοῦ Θεοῦ», καὶ τοῦ ἔκλεισε τὸ τηλέφωνο» (Τζαβάρας, «Ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸν Γέροντα Πορφύριο, τὸν διορατικὸ καὶ προορατικὸ πνευματικό μας πατέρα», σελ. 72). Καὶ εἶχε τὸ σθένος νὰ διακρίνει ὑγιῆ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ ἔργα τοῦ ἀρχαίου, παγανιστικοῦ κόσμου. (Σὲ μιὰ ἐπίσκεψή του στὸ Ἀρχαιολογικὸ Μουσεῖο τῆς Ἀθήνας, σχολίασε ὡς ἑξῆς τὸ ἀρχαιοελληνικὸ ἄγαλμα τοῦ Δία: «Θαυμάζω τὸ ἔργο τοῦ καλλιτέχνη ἀλλὰ καὶ τὸ πλάσμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ τόσο τέλεια τὸ δημιούργησε. Καὶ καταλαβαίνω ὅτι ὁ καλλιτέχνης ποὺ τὸ ἔφτιαξε εἶχε μεγάλη αἴσθηση τοῦ θείου. Βλέπετε τὸν Δία. Ἐνῶ ρίχνει τὸν κεραυνὸ στοὺς ἀνθρώπους, τὸ πρόσωπό του εἶναι γαλήνιο. Δὲν εἶναι ὀργισμένος. Εἶναι ἀπαθής» (Βίος καὶ Λόγοι, σ. 136). Ἄλλοτε ὅμως μνημόνευσε τὶς μαινάδες τῆς Διονυσιακῆς λατρείας ὡς λάτρεις τοῦ σατανᾶ (Βίος καὶ Λόγοι, σ. 559). Ἔτσι, συνέχιζε τὴν Ἰωάννειο Θεολογία (ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι «τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν, ὅ φωτίζει πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον») καὶ τὴν εὐαισθησία τοῦ μάρτυρα καὶ φιλοσόφου Ἰουστίνου, παρ’ ὅλο ποὺ τὴ σχετική του θέση ὁ Πορφύριος τὴ διατύπωνε πρὶν ἀκόμα μάθει τὴ διδασκαλία τοῦ Ἰουστίνου περὶ σπερματικοῦ λόγου (πρωτ. Κωνσταντῖνος Παπαδόπουλος «Ἡ ἀνθρωπολογία καὶ ἡ ἀσκητικὴ διδασκαλία τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου», Ὁρόσημο ἁγιότητος, σ. 211).
Τὸ νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἀδέρφια εἶναι ἁπλῶς μιὰ αὐτονόητη χριστιανικὴ ἀλήθεια. Προφανῶς, ὡστόσο, ὁ γέροντας Πορφύριος χρειαζόταν νὰ τὸ τονίζει. Χρειαζόταν, δηλαδή, νὰ διεμβολίζει τὴν περίκλειστη θρησκευτικὴ συνείδηση ποὺ ἀδιάκοπα συναντοῦσε. Γι’ αὐτό, ἄλλωστε, σὲ ἄλλη στιγμή, χρειάστηκε νὰ ὑπογραμμίσει ἄλλο ἕνα αὐτονόητο: ὅτι ὅσοι διαπράττουν ἐγκλήματα δὲν σημαίνει αὐτομάτως ὅτι εἶναι κακοί, ἀλλὰ συνήθως εἶναι καλὲς ψυχὲς σὲ ὀδύνες (Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν, σσ. 232-233).
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…
Θανάση Ν. Παπαθανασίου Ἕνας ἡσυχαστὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν καρδιὰ τῆς πόλης: π. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ (Τριμηνιαία ἔκδοση σπουδῆς στὴν Ὀρθοδοξία), τεύχος 117, Ἰανουάριος-Μάρτιος 2011, σελ. 62-64.
ΜΕΡΟΣ Ε΄
Θερμὲς εὐχαριστίες στὸν ἀρχισυντάκτη τοῦ περιοδικού ΣΥΝΑΞΗ, κ. Θανάση Παπαθανασίου, γιὰ τὴν ἄδεια δημοσίευσης τοῦ ἄρθρου.
----------------------------
Πληροφορίες γιὰ τοὺς τίτλους τῶν Ἐκδόσεων τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου μπορεῖτε νὰ βρεῖτε ἐδῶ