Περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ: “Ἕνας ἡσυχαστὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν καρδιὰ τῆς πόλης …” Μέρος Β


Περιοδικό Σύναξη, τεύχος 117Τὸ πεδίο, λοιπόν, ὅπου κατ’ ἐξοχὴν ἔζησε καὶ ἔδρασε ὁ Γέροντας Πορφύριος ἦταν τὸ πιὸ πολυάνθρωπο καὶ ποικιλόμορφο τμῆμα τῆς Ἑλλάδας: τὸ κέντρο τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἡ εὐρύτερη περιοχή της. Ἐδῶ χρειάζεται νὰ προσέξουμε τὸ ἑξῆς: Ἡ ἐγκατάστασή του στὸν κόσμο δὲν ἦταν πράξη κατ’ οἰκονομίαν, δὲν ἦταν παρέκκλιση. Ἦταν ἡ κυρίως ἀποστολή του: «Ἔμεινα ἐκεῖ», ἔλεγε ὁ ἴδιος. «Ἐκεῖ ὅπου μὲ εἶχε φέρει ὁ Θεός» (Βίος καὶ Λόγοι, σ. 128). Ἄρα. δὲν ἔχουμε νὰ κάνουμε ἁπλῶς μὲ ἔξοδο (μὲ ἀναχώρηση, δηλαδή, ἀπὸ τὸ Ὄρος), ἀλλὰ πρωτίστως μὲ εἴσοδο (μὲ τὴν εἴσοδό του στὴν πόλη). Στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας συναντᾶμε διαφόρων εἰδῶν εἰσόδους ἀσκητῶν σὲ χώρους γεμάτους προβλήματα, ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἀντιμετωπιστοῦν αὐτὰ τὰ προβλήματα. Συναντᾶμε, γιὰ παράδειγμα, ἀναχωρητὲς οἱ ὁποῖοι εἰσέρχονταν στὴν ἔρημο, ὄχι γιὰ νὰ βροῦν ἐκεῖ τὴν ἠρεμία (ὅπως ἔκαναν πολλοὶ ἄλλοι ἀσκητές), ἀλλὰ γιὰ νὰ συγκρουστοῦν μετωπικὰ μὲ τὸν διάβολο ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μὲ τὴ σημιτικὴ παράδοση, ἕδρευε ἐκεῖ καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐξαπέλυε τὶς ἐπιθέσεις του κατὰ τῶν ἀνθρώπων. Ἴδιας λογικῆς εἶναι καὶ ἡ εἴσοδος τοῦ ἀσκητῆ στὴν κοινωνία, ὥστε νὰ συγκρουστεῖ μὲ τὸν διάβολο καὶ νὰ ἐλευθερώσει τὶς πόλεις ἀπὸ τὴν δαιμονικὴ κατοχή. Βασικὸ χαρακτηριστικό, δηλαδή, αὐτοῦ τοῦ εἴδους εἰσόδου, εἶναι ἡ ἐπιδίωξη ἄμεσης καὶ μετωπικῆς σύγκρουσης μὲ τὸ κακό.

Χαρακτηριστικὴ αὐτῆς τῆς ἀποζήτησης μετωπικῆς σύγκρουσης εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ ἁγίου Πορφυρίου, ἐπισκόπου Γάζης. Ὁ Πορφύριος αὐτός, ἄλλοτε μὲ τὴν προσευχὴ καὶ ἄλλοτε μὲ τὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα, γκρέμισε τὰ ἐθνικὰ ἱερὰ τῆς Γάζας καὶ μέσῳ αὐτῆς τῆς βίας (κατὰ τὴ λογικὴ τῆς ἐποχῆς) κατέδειξε τὸν Χριστὸ ὡς Θεὸ ἰσχυρότερο ἀπὸ τὸν Γαζαῖο πολιοῦχο Δία/Μαρνά. Ὁ γέροντας Πορφύριος ἔφερε τὸ ὄνομα ἀκριβῶς τοῦ ἐν λόγῳ ἁγίου. Ὁ ναός, μάλιστα, τοῦ ἡσυχαστηρίου ποὺ ἵδρυσε ὁ γέροντας στὸ Μήλεσι Ἀττικῆς θεμελιώθηκε σὲ ἀγρυπνία ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Πορφυρίου. Ὡστόσο, ἴσως εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ γέροντας, κάποια στιγμὴ ποὺ μνημόνευσε τὸν ἅγιό του, τὸν μνημόνευσε ὡς ἀσκητή (ὡς ταπεινώσαντα τὰ πάθη μὲ τὴν ἐγκράτεια), ὄχι ὅμως ὡς μαχητὴ καὶ καθαιρέτη τῶν εἰδώλων. Ἡ τακτικὴ τοῦ γέροντα Πορφυρίου, ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀναμέτρηση μὲ τὸ κακό, ὑπῆρξε ριζικὰ διαφορετικὴ (θὰ ἔλεγα: διαμετρικὰ ἀντίθετη) πρὸς ἐκείνην τοῦ ἁγίου του.

Ὁ γέροντας Πορφύριος διαφωνοῦσε ἐντελῶς μὲ τὴν ἐπιδίωξη μετωπικῆς σύγκρουσης μὲ τὸν διάβολο. Πίστευε ὅτι αὐτὸ στὸ ὁποῖο θὰ στρέψεις τὸν νοῦ σου, αὐτὸ στὸ ὁποῖο θὰ ἐπικεντρώσεις τὶς δυνάμεις σου, αὐτὸ θὰ καθορίσει τὴν ὕπαρξή σου, εἴτε πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ ἀγαπᾶς, εἴτε πρόκειται γιὰ κάτι ποὺ μισεῖς. Ὁ γέροντας ἀκριβῶς πίστευε ὅτι ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ τελεῖ σὲ ἀντιδικία πρὸς τὰ ἔργα τοῦ σατανᾶ, ἐπέμενε ὅμως κατηγορηματικὰ ὅτι ἡ λύση εἶναι νὰ στραφεῖ ὁ ἄνθρωπος στὸν Χριστό, στὴν ἀγάπη του καὶ στὸ φῶς του. Αὐτὸ τὸ φῶς καὶ ἡ μεταλαμπάδευσή του διώχνει τὰ σκοτάδια -ὄχι ἡ πάλη κατὰ τοῦ σκοταδιοῦ καθεαυτοῦ. Μιὰ ἄμεση πάλη κατὰ τοῦ σκοταδιοῦ καθιστᾶ κέντρο τῆς ζωῆς τοῦ σταυροφόρου τὸ σκοτάδι, τὸ ὁποῖο κατὰ τὰ ἄλλα ὁ σταυροφόρος ἀντιμάχεται! Ὁ γέροντας Πορφύριος, δηλαδή, πραγματοποίησε κι αὐτὸς εἴσοδο στὴν κοινωνία, ἀλλὰ μὲ τὴ λογικὴ τοῦ ἐνοφθαλισμοῦ: γιὰ νὰ μπολιάσει τὸν κόσμο μὲ ἀγάπη.

Ἐξαιρετικὰ χαρακτηριστικὴ εἶναι ἡ στάση του σὲ ἕνα συναφὲς ζήτημα, τὸ ὁποῖο ἔχει καταταλαιπωρήσει πλήθη ψυχῶν στὴν Ἑλλάδα: τὸ ζήτημα τοῦ 666 καὶ τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἐπέμενε ὅτι δὲν ἐπέρχεται «σφράγισμα» μὲ τὴ χρήση ἀριθμῶν καὶ συμβόλων, ἀλλὰ ὅτι, ἀντιθέτως, σημασία ἔχει ποιὸν δέχεται ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου ὡς ἀφέντη της (Ἀνθολ. Συμβουλῶν, σσ. 72-75). Ἡ πεποίθησή του αὐτὴ διαφοροποιεῖ ἐκκωφαντικὰ τὸν γέροντα Πορφύριο ἀπὸ πλῆθος πνευματικῶν τῶν ἡμερῶν μας.

Ὁ γέροντας Πορφύριος, προφανῶς, δὲν ἦταν ὁ θεολόγος τοῦ δημόσιου χώρου. Ἦταν, ὅπως εἴπαμε, ἐνοφθαλμιστὴς καὶ δίνει καίρια κριτήρια ὡς τέτοιος. Ἡ νηφάλια πραότητά του διαφέρει ἀπίστευτα ἀπὸ τὴν μέχρι ὑβριστικοῦ παραληρήματος ζηλωτικὴ ἐπιθετικότητα, ἡ ὁποία εὐδοκιμεῖ στὶς μέρες μας ἐν ὀνόματι τῆς προάσπισης τῆς πίστης. «Στὴν ἱεραποστολική μας προσπάθεια», ἔλεγε ὁ Πορφύριος, «νὰ ὑπάρχει λεπτὸς τρόπος [...] Λίγα λόγια [...] Ἡ καλύτερη ἱεραποστολὴ γίνεται μὲ τὸ καλό μας παράδειγμα, τὴν ἀγάπη μας, τὴν πραότητά μας». Ὁ ἴδιος ἔκανε κάποτε τὴν αὐτοκριτική του γιὰ τὴν πρώιμη περίοδό του, ὁπότε, ὄντας ζηλωτὴς τῆς πίστης, ἔσχισε στὸ πατρικό του σπίτι «ἕνα ἑρμηνευμένο εὐαγγέλιο» ποὺ διάβαζε ὁ πατέρας του. Οἱ μαρτυρίες δείχνουν ὅτι ὁ γέροντας Πορφύριος, ὁ ἄνθρωπος ποὺ πρόθυμα συζητοῦσε μὲ τοὺς πρόθυμους ἀνθρώπους ἐπὶ ἀτελείωτες ὧρες, δὲν εἰσέβαλλε στὸν χῶρο τοῦ ἄλλου. Δὲν μιλοῦσε ἀπρόκλητα γιὰ τὸν Θεό, ὅπως, παρόμοια, δὲν ἔσπευδε νὰ ραντίσει μὲ τὸν ἁγιασμὸ ὅλους τοὺς παρισταμένους, ἀφοῦ δὲν ἦταν βέβαιος ὅτι οἱ ἴδιοι τὸ ἤθελαν.

Στὸ ζήτημα αὐτὸ ἔχει ἰδιαίτερη σημασία ἡ μαρτυρία τοῦ Σέρβου Ὀρθόδοξου ἐπισκόπου Εἰρηναίου Μπούλοβιτς. Ὁ π. Εἰρηναῖος ὑπῆρξε μαθητὴς τοῦ π. Ἰουστίνου Πόποβιτς (1894-1979), ὁ ὁποῖος πρόσφατα (στὶς 2 Μαΐου 2010) ἀνακηρύχθηκε ἅγιος ἀπὸ τὸ Σερβικὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ Πορφύριος γνώριζε ὅτι ὁ π. Ἰουστίνος ἐρχόταν συχνὰ σὲ ὀξεία ἀντιπαράθεση μὲ τοὺς κομμουνιστὲς κυβερνῶντες τῆς Τιτοϊκῆς Γιουγκοσλαβίας. Τί πιὸ φυσικό, νὰ τὸν μιμοῦνται οἱ μαθητές του; Καὶ τί θὰ ἔλεγαν, ἄραγε, οἱ μαθητές του σὲ κάποιον ποὺ θὰ ἑρμήνευε διαφορετικὰ τὸν δάσκαλό τους, παρ’ ὅλο ποὺ ὁ ἴδιος δὲν τὸν εἶχε ζήσει. Ἐδῶ, κοντολογίς, ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ ἕνα φαινόμενο ποὺ θὰ τὸ ὀνόμαζα «φετιχισμὸ τοῦ βιώματος»: ἡ προσωπικὴ γνωριμία ἢ ἡ βίωση προσώπων καὶ πραγμάτων ἀπολυτοποιεῖται, σὲ βαθμὸ ποὺ ἡ προσωπικὴ ἐμπειρία νὰ τίθεται πάνω ἀπὸ τὰ θεολογικὰ κριτήρια (καὶ νὰ ἐκτρέφει, σὺν τοῖς ἄλλοις, τὴ νόσο τοῦ γεροντισμοῦ). Ὁ γέροντας Πορφύριος, λοιπόν, ἀναγνώριζε μὲν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Πόποβιτς ἠδύνατο νὰ ἔρχεται σὲ ἄμεση ἀντιπαράθεση, διαφωνοῦσε ὅμως μὲ τὸ συμπέρασμα ὅτι ἡ στάση του αὐτὴ θεμελιώνει γενικὸ ὑπόδειγμα. Ζηλωτικὲς φράσεις, μάλιστα, τοῦ τύπου «Ἐγὼ θὰ μείνω ἑδραῖος στὴν πίστη, κι ἂς μοῦ κόψουν τὸ κεφάλι», ὁ Πορφύριος τὶς σχολίασε ὡς ἑξῆς:

«Καλὸ εἶναι καὶ αὐτό, ἀλλὰ ἔτσι δὲν γίνεται τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ [...] Σὲ συμβουλεύω, πάτερ Εἰρηναῖε, νὰ πορεύεσαι κάπως διαφορετικά. Γιὰ νὰ γίνεται τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ὠφελοῦνται καὶ νὰ σώζωνται ἀκόμη καὶ οἱ ἄθεοι, οἱ κομμουνισταὶ καὶ ἄλλοι, νὰ μὴν τοὺς ἀντιπαρατίθεσαι. Νὰ μὴν τὰ βάζης μαζί τους καὶ νὰ μὴν τοὺς προκαλῆς». «Ἀκόμη κι ἂν κάποιος μπροστά σου πτύση τὴν εἰκόνα, τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ἐσὺ νὰ σιωπήσης. Μὴν ὑπερασπίζεσαι τὸν Χριστό. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ὁ Χριστὸς νὰ τὸν ὑπερασπισθῆς ἐσύ. Τί λὲς ἐσὺ γι’ αὐτά; Θέλει ὁ Χριστὸς νὰ σωθοῦν καὶ οἱ ἄθεοι καὶ οἱ κομμουνισταὶ ἢ ὄχι;» (Μητροπολ. Νεοφύτου καὶ Μπάτσκας Εἰρηναῖος: «Ἡ πνευματικὴ σχέση τοῦ Γέροντος Πορφυρίου μὲ τὸν Ὀρθόδοξο Σερβικὸ λαό», Γέροντας Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Ὁρόσημο ἁγιότητος στὸ σύγχρονο κόσμο (Πρακτικὰ διορθόδοξου μοναστικοῦ συνεδρίου), ἐκδ. Ἱ. Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ 2008, σ. 286).

Τὰ λόγια αὐτά (καλλίτερα: αὐτὴ τὴ στάση ζωῆς) τὰ βρίσκω συγκλονιστικὰ καί, ταυτοχρόνως, δισβάστακτα. Ἡ διαφοροποίηση τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ ἀνελεύθερα καθεστῶτα εἶναι σημαντικὸ χρέος της, ὅμως, τὰ λόγια τοῦ Πορφυρίου προφανῶς δὲν ὑπονοοῦν σύμπλευση μὲ τὴν πολιτικὴ ἐξουσία, ἀλλὰ ἄλλου εἴδους ἀντίσταση. Θὰ ἔλεγα ὅτι τὴν ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας ὁ Πορφύριος θὰ ἦταν μὲ τὸ μέρος τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, κι ὄχι τῶν ἀρματωλῶν. Τὰ συγκεκριμένα, λοιπόν, λόγια τοῦ Πορφυρίου σχετικὰ μὲ τὴν Τιτοϊκὴ Γιουγκοσλαβία, ἔχουν, νομίζω, ἕνα ἰδιαίτερο νεῦρο: Κλείνουν τὴν πόρτα σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους πειρασμοὺς τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς: τὸ σταυροφορικὸ πνεῦμα. Καὶ μετακινοῦν τὸ κέντρο βάρους, ἀπὸ τὴν ὑπεράσπιση τοῦ Χριστοῦ, στὴ διακονία τῶν ἀνθρώπων - ὅλων τῶν ἀνθρώπων.

Ἐδῶ ἂς μοῦ ἐπιτραπεῖ νὰ διατυπώσω μιὰ διερώτηση, ἀπὸ ἐρευνητικὸ ἐνδιαφέρον. Διάφορες μαρτυρίες βεβαιώνουν ὅτι μὲ τὸν Πορφύριο συζητοῦσαν, σὺν τοῖς ἄλλοις, ἄνθρωποι ἀριστεροί, μαρξιστές, ἄθεοι κ.ο.κ. Ὡστόσο, δὲν μπόρεσα νὰ ἐντοπίσω σχετικὲς ἀφηγήσεις! Πιθανολογῶ ὅτι θὰ εἶχαν ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, καὶ μάλιστα ἂν σκεφτοῦμε ὅτι μὲ τὰ χρόνια διακονίας του στὸ κέντρο τῆς Ἀθήνας συνέπεσε ὁ ἐμφύλιος πόλεμος (1946-1949) καὶ τὸ μέγιστο τῆς δικτατορίας (1967-1974), καταστάσεις ποὺ προκάλεσαν ἀφόρητο πόνο καὶ συχνὰ φανέρωσαν ἕνα ἔλλειμμα ἐκκλησιαστικῆς παρουσίας (ἐνδεικτικὰ ὑπενθυμίζω ὅτι κατὰ τὴ δικτατορία οἰκογένειες φυλακισμένων φοιτητῶν εἶχαν ζητήσει τὴν ἀρωγὴ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, εἰς μάτην ὅμως [Γιώργου Ἀ. Βερνίκου, «Ὅταν θέλαμε νὰ ἀλλάξουμε τὴν Ἑλλάδα», ἐκδ. Καστανιώτη, 2003, σ. 469]). Εἶναι γεγονός, πάντως, ὅτι στοὺς λόγους τοῦ Πορφυρίου δὲν συναντᾶμε τὴν ἐθνικιστικὴ ρητορεία ποὺ ἀφθονεῖ σὲ ἐκκλησιαστικοὺς χώρους. Σχετικὰ μὲ τὸ ὅλο ζήτημα, ἔχω συναντήσει ἕνα σπάραγμα, τὸ ὁποῖο ἀφορᾶ τὴν περίοδο τοῦ ἐμφυλίου. Ἀναφέρεται ὅτι σὲ κάποια ἐκδρομὴ στὴν περιοχὴ τῆς Ἄμφισσας ὁ γέροντας «εἶδε» μιὰ μάχη ποὺ εἶχε διεξαχθεῖ πρὸ δεκαετιῶν μεταξὺ κυβερνητικῶν στρατευμάτων καὶ κομμουνιστῶν ἀνταρτῶν, καὶ ἐπεσήμανε πόσο ἄγριες καὶ θηριώδεις ἔνιωθε τὶς ψυχὲς καὶ στὶς δύο πλευρές. Ἂν τυχὸν αὐτὸ δείχνει τὴν δίχως ἰδεολογικὴ προσχώρηση ἔγνοια του γιὰ τὸν ἄνθρωπο, τότε μαρτυρίες ἀπὸ τὶς ὀδυνηρὲς περιόδους ποὺ ἀνέφερα ἴσως νὰ εἶχαν νὰ ποῦν πολλά. Καὶ ἴσως νὰ φώτιζαν παραπάνω τὴν μόνη ἐπιβεβλημένη γιὰ τοὺς χριστιανοὺς προσχώρηση: τὴν προσχώρηση στοὺς ὀδυνωμένους.

Ὁ Πορφύριος δὲν φρεναπατιόταν ὅτι τάχα δὲν ὑπάρχουν πολέμιοι τῆς πίστης. Οὔτε ἀγνοοῦσε τὶς εἰδοποιοὺς διαφορὲς μεταξὺ τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ἄλλων θρησκειῶν, κυρίως ἀνατολικῶν καὶ νεοπαγανιστικῶν. Οὔτε ἔκρυβε ὅτι ἐπιθυμοῦσε τὴν συνάντηση ὅλων μὲ τὸν Χριστό. Ἀλλὰ ταυτόχρονα ἔδινε τὸ ἦθος τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς συνύπαρξης:

«Ἐκεῖ [...] ἔχετε καὶ ἀλλοθρήσκους καὶ ἀλλοδόξους. Σὲ ὅλους νὰ φέρεσαι μὲ λεπτότητα, μὲ ἀγάπη. Κανένα νὰ μὴν προσβάλλης. Ὅλους νὰ τοὺς αἰσθάνεσαι καὶ νὰ τοὺς ἀποκαλεῖς ἀδελφούς, ἀκόμη καὶ ὅσους ἀνήκουν σὲ ἄλλες θρησκεῖες. Ὅλοι εἴμεθα παιδιὰ τοῦ ἰδίου Πατέρα. Νὰ μὴν κάνεις παρατηρήσεις γιὰ τὴν θρησκεία τους σὲ ὅσους εἶναι ἀλλόθρησκοι» (Μητρ. Νεοφύτου καὶ Μπάτσκας Εἰρηναῖος, «Ὁρόσημο ἁγιότητος», σελ. 297). «Ὁ φανατισμὸς δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸν Χριστό [...] Νὰ ὑπάρχει σεβασμὸς τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἄλλου» (Βίος καὶ Λόγοι, σ. 208).

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…

 

Θανάση Ν. Παπαθανασίου Ἕνας ἡσυχαστὴς τοῦ Ἁγίου Ὄρους στὴν καρδιὰ τῆς πόλης: π. Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ (Τριμηνιαία ἔκδοση σπουδῆς στὴν Ὀρθοδοξία), τεύχος 117, Ἰανουάριος-Μάρτιος 2011, σελ. 52-57.

 

ΜΕΡΟΣ Α΄

ΜΕΡΟΣ Β΄

ΜΕΡΟΣ Γ΄

ΜΕΡΟΣ Δ΄

ΜΕΡΟΣ Ε΄

ΜΕΡΟΣ ΣΤ΄

 

Θερμὲς εὐχαριστίες στὸν ἀρχισυντάκτη τοῦ περιοδικού ΣΥΝΑΞΗ, κ. Θανάση Παπαθανασίου, γιὰ τὴν ἄδεια δημοσίευσης τοῦ ἄρθρου.